- διωκόμεθα
- διώκωcause to runpres ind mp 1st plδιώκωcause to runimperf ind mp 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαλίσκομαι — Α καταδικάζομαι επί πλέον σε δίκη («νῡν δ ὑπ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἁλίσκομαι (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι»] … Dictionary of Greek